Καλώς ήρθατε!

Το blog αυτό είναι μια προσπάθεια για τη διάδοση της επιστήμης των αρχαιολογικών υλικών στην Ελλάδα. Η συμμετοχή σας είναι ευπρόσδεκτη και θανάσιμα επιθυμητή. Κάντε click στη λέξη "σχόλια" που υπάρχει στο τέλος κάθε κειμένου και στείλτε το σχόλιο, την ερώτηση, την παρατήρηση, τη διόρθωσή σας. Άλλωστε, τίποτα δεν είναι χειρότερο για έναν blogger από τη μοναξιά...

28 Μαΐ 2007

Ημερίδα ΕΑΕ - Τοποθετήσεις ομιλητών

Παρ΄ όλο που δεν μας έστειλαν όλοι οι συμμετέχοντες γραπτό κείμενο και παρ΄ όλο που θα προτιμούσα να παραθέσω εδώ ΜΟΝΟ τα κείμενα που περιείχαν προτάσεις εφόσον μόνο αυτά ήταν "μέσα στο θέμα" της ημερίδας, παραθέτω όλα όσα μας στάλθηκαν.


Καθ. Ι. Λυριτζής
Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών
Πανεπιστήμιο Αιγαίου

Οι απόψεις που εκτίθενται υπάρχουν εν δυνάμει (προς ενεργοποίηση από το ΕΡΓ.Α του ΤΜΣ), και προς υλοποίηση από το Παν/μιο Αιγαίου, ελπίζοντας ότι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στα Πρακτικά Πορίσματα της Ημερίδας μέσω της ΕΑΕ.
Η Πρόταση αφορά το Θέμα της Ημερίδας όπως αποτελέσει Νέα Βασική Εκπαιδευτική Μονάδα σε ΑΕΙ/ ΤΕΙ της Χώρας μας, αλλά και μια πρώτη Επαφή με τη Β’βάθμια Εκπαίδευση. Σε δεύτερη ή και παράλληλη φάση, το εκπαιδευτικό αυτό δίκτυο να συνδεθεί με μια ad hoc διυπουργική επιτροπή και το ΕΣΕΤ για την χρηματοδότηση αρχαιομετρικών δράσεων κοινωνικής και οικονομικής σημασίας.
Η βασική πρόταση – προοπτική της Ημερίδας αναφέρεται στην ανάγκη ανάνηψης Κινητικότητας σε Πανελλήνια Κλίμακα που αφορά:
Την Ανάδειξη της Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς σε Εθνικό Ακαδημαϊκό Επίπεδο, μέσω ενός δικτύου Επιστημόνων (Network) από Πανεπιστήμια – ΤΕΙ – Ερευνητικά Κέντρα, με σκοπό την προώθηση των Νεότερων Τεχνολογιών από την Αρχαιομετρία και τη εφαρμογή τους στις Ανθρωπιστικές Επιστήμες, ιδιαίτερα στην μελέτη και ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
. Την Προώθηση της εκπαιδευτικής έρευνας στην Ελλάδα (σε ΑΕΙ – ΤΕΙ) και η ανάδειξή της σε σημαντικό μοχλό ανανέωσης του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος (Καθηγητές Β΄ βάθμιας Εκπαίδευσης).
Επιδιώκεται όχι μόνο η ουσιαστική ενίσχυση της εκπαιδευτικής έρευνας αλλά και η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου αφού αναμένεται η αξιοποίηση των ερευνών αυτών και στο εκπαιδευτικό έργο. Πρόκειται για αποτίμηση, σχεδιασμό και προώθηση νέας διδακτικής ενότητας διεπιστημονικού χαρακτήρα, ως μια συνέργεια θετικών επιστημών με την μελέτη του πολιτισμού.

ΜΕΣΑ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ: Μια τέτοια δραστηριότητα θα μπορούσε να υλοποιηθεί μέσα από 5 Πιλοτικές Δράσεις, όπως:
1: ΣΕΜΙΝΑΡΙΑΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ - ΗΜΕΡΙΔΕΣ σε φοιτητές ΑΕΙ – ΤΕΙ – ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ Β΄ΒΑΘΜΙΑΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ 2. ΠΙΛΟΤΙΚΕΣ – Εργαστηριακές Μετρήσεις
3: ΔΙΟΡΓΑΝΩΣΗ ΕΝΟΣ (1) ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ για την ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΩΝ και Κατασκευή Μόνιμης Σχετικής Ιστοσελίδας για την ενημέρωση της Παν/μιακής κοινότητας και της Β’ βαθμιας εκπαίδευσης.
4: Δημιουργία Υποδειγματικών CD Διδασκαλίας Νέων Τεχνολογιών & Φυσικών Επιστημών στην Ανάδειξη της Πολιτιστικής Κληρονομιάς
5: Μελέτη για την σύνδεση των αποτελεσμάτων της έρευνας – μάθησης με την Περιφερειακή-Οικονομική Ανάπτυξη.

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΠΡΟΤΑΣΗΣ:
Η πρόταση μπορεί να περιλαμβάνει:
1) Σεμιναριακά Μαθήματα (διαλέξεις) που θα γίνουν σε φοιτητές Τμημάτων και Καθηγητές Β΄Βαθμιας Εκπαίδευσης σε πόλεις της Ελλάδας.
2) Σύνδεση των Μαθημάτων: Μελέτη Πολιτιστικής Κληρονομιάς με την εισαγωγή Νέων Τεχνολογιών από τις Φυσικές Επιστήμες. Στόχος Εκπαίδευση – Περιβάλλον - Πολιτισμός. Με τη κατασκευή αντίστοιχων CD με τη χρήση των νέων τεχνολογιών ενοποιούνται το τρίπτυχο αυτό σε ένα κοινό διεπιστημονικό πεδίο και εντάσσεται στο σύγχρονο πνεύμα της συνέργιας και σφαιρικής μαθησιακής πρόσληψης.
3) Σύνδεση των αποτελεσμάτων της έρευνας, μελετών και μάθησης με την Περιφερειακή-Οικονομική Ανάπτυξη.
4) Σύνδεση Τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων (Υπουργείου Πολιτισμού) με τις Πανεπιστημιακές Δραστηριότητες.
5) Επιμόρφωση Καθηγητών ΜΕ (και στη συνέχεια Ξεναγών) με τις Νέες Τεχνολογίες και τις Φυσικές Επιστήμες με σκοπό την Ανάδειξη της Πολιτιστικής μας Κληρονομιάς. Προ-παιδεία και εγρήγορση, προώθηση εκπαιδευτικής έρευνας μέσα από την ενημέρωση νεότερων τάσεων και τεχνικών στην χρήση των θετικών επιστημών, συνεργεία και συμπληρωματικότητα του διώνυμου ανθρωπιστικές με τις θετικές επιστήμες. Συμβολή στην ηθική των αξιών και την προαγωγή ανθρωπισμού και πολιτισμού με τη χρήση σύγχρονης τεχνολογίας.
6) ΠΙΛΟΤΙΚΕΣ – Εργαστηριακές Μετρήσεις.
7) Δημιουργία Υποδειγματικών CD Διδασκαλίας τέτοιων μαθημάτων. Χρήσιμο υλικό σε διδάσκοντες 3βάθμιας εκπαίδευσης, σε φοιτητές αρκετών Τμημάτων από τις ανθρωπιστικές και Θετικές Επιστήμες, και για τους καθηγητές 2βάθμιας εκπαίδευσης και μαθητές Λυκείου.

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΥΣ ΣΤΟΧΟΥΣ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ
1) Καταγραφή της υπάρχουσας υποδομής και (Προπτυχιακών & Μεταπτυχιακών) μαθημάτων σε ΑΕΙ και ΤΕΙ της Χώρας, σε προσωπικό και εργαστήρια με σχετικό Ερωτηματολόγιο. 2) Δημιουργία δικτύου Ερευνητών (Μέλη ΔΕΠ, ΕΠ, Ερευνητές) για την ενεργοποίηση και ανάληψη διδασκαλίας και έρευνας σε τέτοια θέματα. 3) Εκπαιδευτικές δραστηριότητες στο πεδίο της Πρότασης σε όλη την Ελλάδα με σκοπό τη βελτίωση του εκπαιδευτικού σχεδιασμού σε εθνικό και περιφερειακό επίπεδο καταρχήν σε 3βάθμια και σε προκαταρκτικό στάδιο και στη 2βάθμια εκπαίδευση. 4) Αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της παρούσας έρευνας στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς (Β΄Βαθμιας Εκπαίδευσης), 5) Διευκόλυνση και διεύρυνση των δυνατοτήτων πρόσβασης σε νέα αντικείμενα 6) Αύξηση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας των ελληνικών πανεπιστημίων με σπουδές υψηλού επιπέδου, 7) Προώθηση της Έρευνας και η υποστήριξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με ικανά και επιστημονικά εξειδικευμένα στελέχη στο διώνυμο τεχνολογία και πολιτιστική κληρονομιά, και 8) Σύνδεση ανθρωπιστικών αντικειμένων με την τεχνολογία. Εγρήγορση και συνειδητοποίηση της επαγγελματικής δεοντολογίας για επιστήμονες και τεχνικούς. Η προώθηση αυτής της έρευνας αποτελεί μια διαχρονική ανάγκη την ευθύνη του ανθρώπου για τη σωστή η λανθασμένη χρήση της επιστημονικής γνώσης. Ενισχύει τους κρίκους της γνώσης (ενοποίηση, εκλαΐκευση, διάδοση, χρηστή χρήση).

ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ: Η νέα προτεινόμενη εκπαιδευτική ενότητα συνδέεται άμεσα με την αειφόρο οικονομική-περιφερειακή ανάπτυξη, την έρευνα και επιμόρφωση, το περιβάλλον και τον πολιτισμό, ουσιαστικές διαστάσεις προόδου για την Χώρα μας, και σε εναρμονισμό με τους Ευρωπαϊκούς άξονες προτεραιότητας και χρηματοδότησης (βλ. 7ο ΚΠ 2007-13, υποπρόγραμμα Κοινωνικό-οικονομικές & Ανθρωπιστικές Επιστήμες και συνέργεια με Υποπρογράμματα Περιβάλλον, Ικανότητες, όπου ενθαρρύνονται οι νέες τεχνολογίες στην ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, υποστηρίζονται η κατάρτιση και επαγγελματική εξέλιξη ερευνητών και διδασκόντων, http://cordis.europa.eu/fp7/).


Καθ. Τ. Μοροπούλου
Σχολή Χημικών Μηχανικών
Ε. Μ. Πολυτεχνείο

Το Ε.Μ. Πολυτεχνείο δραστηριοποιείται σχεδόν από την ίδρυσή του στην εκπαίδευση και έρευνα θεμάτων που αναφέρονται στην πολιτισμική κληρονομιά, τα αρχαιολογικά υλικά και μνημεία.
Μεταξύ των σύγχρονων εκπαιδευτικών του δράσεών του επιλέγεται να γίνει αναφορά του διατμηματικού προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών (ΔΠΜΣ) του Ε.Μ.Π. «Προστασία Μνημείων» με δυο κατευθύνσεις: 1) Συντήρηση και αποκατάσταση Ιστορικών Κτιρίων και Συνόλων και 2) Υλικά και Επέμβασης Συντήρησης, το οποίο λειτουργεί από το 1989 μέσω σύμπραξης των Σχολών Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Χημικών Μηχανικών, Πολιτικών Μηχανικών και Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών του ΕΜΠ.
Το αναφερόμενο ΔΠΜΣ έχει ως βάση του την διεπιστημονικότητα, η οποία αποτυπώνεται και στην ταυτότητα των φοιτητών του οι οποίοι προέρχονται τόσο από τον χώρο των θετικών όσο και ανθρωπιστικών σπουδών. Σημειώνεται δε η μεγάλη απορρόφηση των αποφοίτων του στην αγορά εργασίας (Εκπαιδευτικά και Ερευνητικά Ιδρύματα, Διευθύνσεις του ΥΠ.ΠΟ., Ιδιωτικός Τομέας).
Το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, διαμέσου της Μόνιμης Επιτροπής του για την Πολιτισμική Κληρονομιά οργανώνει δράσεις και εκπονεί σχετικές μελέτες, ενώ παράλληλα απευθύνει κατά καιρούς συγκροτημένες προτάσεις προς το ΥΠ.ΠΟ, όπως η δημιουργία αυστηρών διεθνών τεχνικών προδιαγραφών, την έννοια του μητρώου των μνημείων, κ.ά.
Απαιτούνται οργανωμένες προσπάθειες εισαγωγής διατάξεων στον νέο αρχαιολογικό νόμο (Ν3028/2002) οι οποίες θα εισάγουν και θα ρυθμίζουν της έννοιες της διάγνωσης, συμβατότητας των υλικών επέμβασης, καθώς και ύπαρξης προδιαγραφών στην μελέτη των αρχαιολογικών υλικών.
Κρίνεται ως απόλυτα θετική και προς την σωστή κατεύθυνση η δημιουργία Δικτύων για τη διασύνδεση Νέων Τεχνολογιών και Πολιτισμικής Κληρονομιάς καθώς και η προώθηση της μονιμότερης διασύνδεσης των θεμάτων Πολιτισμικής Κληρονομιάς –Εκπαίδευση – Έρευνα, ανάμεσα στους εμπλεκόμενους φορείς.
Θεωρούμε αναγκαία την στήριξη άμεσων προτάσεων για την βελτίωση και ενίσχυση του ρόλου των θετικών επιστημών στην μελέτη, ανάδειξη και προστασία της πολιτισμικής κληρονομιάς.



Καθ. Ι.Τζαχίλη
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας
Πανεπιστήμιο Κρήτης

(Αρχαιολόγοι και αρχαιομέτρες: μία σχέση σε συνεχή οικοδόμηση)

Οι σχέσεις της αρχαιομετρίας και της αρχαιολογίας μετά από πολλές διακυμάνσεις διανύουν μία περίοδο ωριμότητας.
΄Εχει γίνει πια συνείδηση ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει διάλογος χωρίς και οι δύο να κατανοήσουν σε κάποια έκταση τους εκατέρωθεν πειραματισμούς, τις δεσμεύσεις, τα όρια του δυνατού, και επίσης, τις αμφιβολίες.
Όπως πια έχει γίνει συνείδηση ότι δεν δίνει απλώς πληροφορίες ο ένας στον άλλο, αλλά επιδιώκεται κάτι πολύ παραπάνω, η συνέργια, γιατί εκεί, στο μεταίχμιο των επιστημονικών πεδίων βρίσκεται η δυνατότητα ανοιγμάτων προς νέες γνώσεις. Εκεί όλοι μας συγκεντρώνουμε τις προσπάθειές μας, για να φύγουμε από την απλή αριθμητική επανάληψη του γνωστού, να ερευνήσουμε πιθανά ανοίγματα και να απαντήσουμε σε ερωτήματα που από κοινού και μετά από πολύ συζήτηση θέσαμε.


Λέκτ. Σ.Μ. Βαλαμώτη
Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας,
Α.Π.Θ.
Η αρχαιομετρία στην αρχαιολογική πράξη και στη διδασκαλία της Αρχαιολογίας: η εμπειρία από το Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ.

Ένα παράδειγμα από την αρχαιοβοτανική
Η αρχαιοβοτανική έρευνα στην αρχαιολογική πράξη αντιμετωπίζει μια σειρά προβλημάτων, πρακτικών και θεσμικών. Από την πλευρά του Υπουργείου Πολιτισμού, η συλλογή αρχαιοβοτανικού υλικού πραγματοποιείται όχι στο πλαίσιο μιας γενικευμένης αρχαιολογικής πρακτικής, όπως γίνεται για παράδειγμα με τη συλλογή κεραμικής και την αποτύπωση αρχιτεκτονικών στοιχείων, αλλά χάρη στο προσωπικό ενδιαφέρον μεμονωμένων αρχαιολόγων. Σε θεσμικό επίπεδο αυτό αποτυπώνεται στην απουσία αρχαιοβοτανολόγων (αλλά και άλλων ειδικών) οι οποίοι θα μπορούσαν να συντονίσουν τα πρακτικά ζητήματα και να φέρουν εις πέρας αρχαιοβοτανικές μελέτες. Αν και ήδη από το 1989 γινόταν αναφορά στην προκήρυξη ανάλογων θέσεων στο Υπουργείο Πολιτισμού, σε κείμενα που αφορούσαν την αναδιοργάνωση του Υπουργείου, θέσεις αρχαιοβοτανολόγων, αρχαιοζωολόγων ή παλαιοανθρωπολόγων δεν προκηρύχθηκαν.
Τα πρακτικά προβλήματα αφορούν κυρίως τη συνεννόηση του ειδικού με τον επικεφαλής αρχαιολόγο της ανασκαφής σε θέματα υποδομής και δειγματοληψίας, αν και σε γενικές γραμμές η συνεργασία γίνεται χωρίς ιδιαίτερα εμπόδια. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των ανασκαφών επιβάλλουν εκπτώσεις στον αριθμό των δειγμάτων που συλλέγονται και περιορίζουν την ολοκλήρωση της μελέτης η οποία πολλές φορές πραγματοποιείται αμισθί από τους ειδικούς, κυρίως στο πλαίσιο πραγματοποίησης μεταπτυχιακών εργασιών. Είναι προφανές ότι αυτή η θεσμική και πρακτική κατάσταση οδηγεί στη συρρίκνωση και εξαφάνιση ειδικοτήτων από τους κόλπους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, πριν αυτές προλάβουν να καθιερωθούν και να ανθίσουν.
Ας σημειωθεί ότι οι ειδικοί αρχαιοβοτανολόγοι (και των άλλων ειδικοτήτων) πολλές φορές είναι αρχαιολόγοι που έχουν ειδικευτεί σε τομείς των θετικών επιστημών που άπτονται της ειδικότητάς τους. Αν και αντιμετωπίζονται πολλές φορές με καχυποψία, τόσο από τους αρχαιολόγους όσο και από τους ειδικούς που προέρχονται από τις θετικές επιστήμες, έχουν το πλεονέκτημα να μπορούν να εντάξουν την έρευνά τους σε ένα ευρύτερο αρχαιολογικό προβληματισμό ενώ δεν υπολείπονται σε ειδικές γνώσεις της θετικής επιστήμης που θεραπεύουν, καθώς εξειδικεύονται σε αυτές ακριβώς τις θεματικές περιοχές που συνδέονται με την ιδιαίτερη φύση των αρχαιοβοτανικών (-ζωολογικών, κ.λπ.) ευρημάτων.
Τα ευρήματα που έρχονται στο φως μέσα από τις ειδικές έρευνες είναι ιδιαίτερα αξιόλογα και ειδικά για το αρχαιοβοτανικό υλικό η εμπειρία έχει δείξει ότι ενδιαφέρει το ευρύ κοινό τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, με πάμπολλες καταχωρήσεις στον τύπο και στα ΜΜΕ (με πιο πρόσφατο την καταχώρηση για τις παλαιότερες ενδείξεις οινοποίησης στην Ευρώπη και την ανατολική Μεσόγειο από το Ντικιλί Τας (Φίλιπποι Καβάλας). Επομένως οι ειδικοί δε χρειάζεται να αποδείξουν περαιτέρω τη σημασία του έργου τους και της παρουσίας τους στους κόλπους της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Έχει έρθει η ώρα το Υπουργείο Πολιτισμού να ρυθμίσει θεσμικά το ζήτημα αυτό.

Η αρχαιομετρία στην πανεπιστημιακή διδασκαλία: τα δεδομένα από το ΑΠΘ
Ως μάθημα η Αρχαιομετρία και η Βιοαρχαιολογία διδάσκονται σε προπτυχιακό επίπεδο στο Α.Π.Θ. από το 1997. Η διδασκαλία γίνεται από μέλη Δ.Ε.Π. Τμημάτων των θετικών επιστημών (Γεωλογίας και Χημείας), αν και πρόσφατα η Βιοαρχαιολογία διδάσκεται και από μέλος ΔΕΠ του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας.
Σε μεταπτυχιακό επίπεδο η αρχαιομετρία αποτελεί κύριο άξονα μελέτης και έρευνας στο νεοσυσταθέν πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών του ΑΠΘ με γενικό τίτλο Ιστορία του Ανθρωπογενούς Περιβάλλοντος (ΙΑΠ). Στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού αυτού κύκλου σπουδών οι φοιτητές εκπαιδεύονται στη θεωρία και τις μεθόδους μελέτης των ποικίλλων όψεων που είχαν οι σχέσεις του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον από την προϊστορία ως το πρόσφατο παρελθόν, έτσι ώστε οι διδασκόμενοι να είναι σε θέση να αναπτύξουν δεξιότητες για τον εντοπισμό, την καταγραφή, τη διατήρηση και την ανάδειξη στοιχείων του ανθρω­πογενούς περιβάλλοντος.

Η οργάνωση του κύκλου μεταπτυχιακών σπουδών ΙΑΠ
Η διάρκεια των σπουδών για την απόκτηση μεταπτυχιακού τίτλου είναι δύο χρόνια, όπως και στο υπάρχον Π.Μ.Σ. και διαιρείται σε τέσσερα εξάμηνα. Το μεταπτυχιακό προσφέρεται κάθε δύο χρόνια και αυτή τη στιγμή έχει ήδη ολοκληρωθεί ένας διετής κύκλος σπουδών και έχει αρχίσει ο δεύτερος. Το μεταπτυχιακό χρηματοδοτείται από το ΕΠΕΑΕΚ. Το πρόγραμμα σπουδών της νέας ειδίκευσης διαιρείται σε τρεις ενότητες.
Ενότητα 1η. Θεωρητικές έννοιες
Εξετάζονται βασικές έννοιες του χώρου, του τοπίου και του περιβάλλοντος καθώς και των σχέσεων που αναπτύσσει ο άνθρωπος μέσα στο πλαίσιο αυτό και αντιμετωπίζονται ζητήματα ερμηνείας, που αποτελούν την κύρια προϋπόθεση για την ολοκληρωμένη διαχείριση και προστασία των ανθρωπογενών περιβαλλόντων και ζητήματα προστασίας και σχεδιασμού.
Μαθήματα:
Α. Πολιτισμός και περιβάλλον
Β. Ζητήματα ερμηνείας και διαχείρισης του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος

Ενότητα 2η: Εργαστηριακά μαθήματα.
Τα εργαστηριακά μαθήματα αποτελούνται από δύο μέρη: στο πρώτο μέρος, εισάγονται οι θεωρητικές έννοιες κάθε ειδικής προσέγγισης που περιλαμβάνεται στο μάθημα, και στο δεύτερο μέρος πραγματοποιούνται εντατικές εργαστηριακές ασκήσεις σε τεχνικές ανασύνθεσης και προσδιορισμού των στοιχείων του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
Μαθήματα:
Γ και Δ: Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος Ι. Εξετάζεται το οργανικό μέρος του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
Γ. Αρχαιοβοτανική, παλαιοβοτανική/παλυνολογία
Δ. Αρχαιοζωολογία, φυσική ανθρωπολογία.
Ε. Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος ΙΙ. Εξετάζεται το ανόργανο μέρος του φυσικού περιβάλλοντος: η γεωαρχαιολογία, η ιζηματολογία, ο χαρακτηρισμός και η κατεργασία των πρώτων υλών (ορυκτά, πετρώματα, μέταλλα).
ΣΤ. Μέθοδοι και τεχνικές ανάλυσης ανάλυσης του χώρου. Στο μάθημα αυτό εξετάζονται οι μέθοδοι και οι τεχνικές χωρικής ανάλυσης στην αρχαιολογία. Συζητούνται οι επιφανειακές έρευνες (θεωρία και τεχνική) και παρουσιάζονται επιλεγμένα παραδείγματα επιφανειακών ερευνών στην Ελλάδα που αναφέρονται σε όλες τις περιόδους, δημογραφία, τοπωνύμια και αρχεία, χάρτες, ψηφιακά υπόβαθρα, αεροφωτογραφίες, εφαρμογές GIS, τηλεπισκόπιση και γεωφυσική διασκόπηση.
Ζ. Πρακτική άσκηση σε ανασκαφικούς χώρους και μνημεία.
Ν. Μίνως
Διεύθυνση Συντήρησης
Υπουργείο Πολιτισμού

Ο συντηρητής αρχαιοτήτων περισσότερο από κάθε άλλο ειδικό κλάδο που εμπλέκεται στη διάσωση και διατήρηση των αντικειμένων της πολιτιστικής κληρονομιάς, συνειδητοποιεί ήδη από την διάρκεια της εκπαίδευσής του την αναγκαιότητα της διεπιστημονικής συνεργασίας που απαιτεί η προσέγγιση των ειδικών προβλημάτων που καλείται να αντιμετωπίσει.
Έτσι από τα πρώτα στάδια της προμελέτης του, αναζητεί την υποστήριξη των ειδικών ερευνητικών μεθόδων που θα τον βοηθήσουν στην τεκμηρίωση της δομής του αντικείμένου, της κατάστασης διατήρησής του, των συνθηκών του περιβάλλοντος κάτω από το οποίο βρέθηκε, στην ερμηνεία των αιτίων φθοράς του, στην επιλογή της κατάλληλης επέμβασης που θα προταθεί για τη συντήρησή του.
Η αναγκαιότητα της υποστήριξης αυτής, διατυπώνεται για πρώτη φορά στον Οργανισμό του ΥΠ.ΠΟ το 1978 που προβλέπει τμήμα έρευνας στη Διεύθυνση Συντήρησης και επαναλαμβάνεται στον Οργανισμό του 2003, αν και το τμήμα αυτό δεν λειτούργησε ποτέ μέχρι σήμερα, λόγω έλλειψης εργαστηριακής υποδομής και στελέχωσης.
Οι ανάγκες έρευνας που προκύπτουν για διάφορες κατηγορίες αντικειμένων, καλύπτονται μέχρι σήμερα από το Κέντρο Λίθου, το χημείο του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου αλλά κυρίως σε συνεργασία με τα ερευνητικά εργαστήρια του Ε.Κ.Ε.Φ.Ε. Δημόκριτος και τον προϊστάμενό του Δρ. Ι. Μανιάτη, το εργαστήριο Ραδιογραφίας, το εργαστήριο Ανάλυσης υλικών του ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής, με το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών, κ.ά.
Η εμπειρία αυτή αποδεικνύει αφ’ενός ότι η διεπιστημονική συνεργασία αποτελεί σήμερα τη μοναδική διασφάλιση για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της προστασίας και συντήρησης των έργων της πολιτιστικής κληρονομιάς και αφετέρου, την αναγκαιότητα της διαρκούς αναβάθμισης της έρευνας και της εκπαίδευσης και την αξιοποίηση νέων ερευνητικών τομέων για την βαθύτερη κατανόηση των επιστημονικών προβλημάτων που σχετίζονται με τα αντικείμενα, δημιουργώντας τις πιο σταθερές προϋποθέσεις ώστε η συντήρηση να συνεισφέρει αποφασιστικά στην κατανόηση των καλλιτεχνικών και ιστορικών γεγονότων και στην ενσωμάτωσή τους στο παρόν και στο μέλλον.

Καθ. Γ. Ν. Τσóκας
Τμήμα Γεωλογίας,
Α.Π.Θ.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1940, οι γεωφυσικές μέθοδοι διασκόπησης εφαρμόζονται στον εντοπισμό και τη χαρτογράφηση θαμμένων αρχαιοτήτων. Οι μέθοδοι αυτές εφαρμόζονται στην εξερεύνηση αρχαιολογικών χώρων σε παγκόσμια κλίμακα και αναφέρονται σ’ όλα τα βιβλία εισαγωγής στην αρχαιολογική επιστήμη. Στηρίζονται στο γεγονός ότι οι αρχαιότητες αποτελούν διαταράξεις στην ομοιογένεια των ανωτέρων στρωμάτων της γης, και επομένως προκαλούν ανωμαλίες σε φυσικά ή τεχνητά πεδία. Οι ανωμαλίες αυτές καταγράφονται με τη βοήθεια κατάλληλων οργάνων, επεξεργάζονται βάσει διεθνώς παραδεκτών μεθόδων και τελικά παρουσιάζεται κυρίως μια χαρτογράφηση των υπεδάφιων αρχιτεκτονικών λειψάνων.
Η χρησιμότητα των χαρτών αυτών στην αρχαιολογική έρευνα είναι προφανής. Ο ανασκαφέας αρχαιολόγος μπορεί να κατευθύνει επιλεκτικά τη έρευνά του, να εξάγει συμπεράσματα και στη συνέχεια να τα προεκτείνει για όλη την περιοχή που μελετά στηριζόμενος στο γεωφυσικό χάρτη. Η εφαρμογή των μεθόδων αυτών γίνεται σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα και με μικρό κόστος. Καλύπτονται δε με τον τρόπο αυτό μεγάλες σχετικά εκτάσεις.
Στις μέρες μας, η βασική έρευνα στις μεθόδους αυτές είναι προσανατολισμένη σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις. Όσον αφορά τη μαγνητική μέθοδο διασκόπησης, έχει εισαχθεί η λεγόμενη τεχνολογία των picoTesla, δηλαδή όργανα που είναι ικανά να μετρήσουν το μαγνητικό πεδίο με πολύ μεγάλη ακρίβεια και να πραγματοποιούν συνεχή καταγραφή. Τα όργανα αυτά είναι τοποθετημένα σε κινούμενα συστήματα έτσι, ώστε να μπορούν να εξερευνούν μεγάλες εκτάσεις σε πολύ σύντομα χρονικά διαστήματα. Ταυτόχρονα, η μεγάλη ευαισθησία τους τα καθιστά ικανά να διακρίνουν σήματα που προέρχονται από πολύ ασθενείς πηγές, αυξάνοντας έτσι το ποσό της πληροφορίας που παίρνουμε για το υπέδαφος. Μελετώνται επίσης οι κατάλληλες μέθοδοι επεξεργασίας και ερμηνείας.
Γίνεται έρευνα στη θεωρία του μαγνητικού σήματος, κυρίως ως προς τους τρόπους ανόρθωση και την αντιστροφή του. Τα αποτελέσματα οδηγούν σε μορφές απεικόνισης της κατανομής του μαγνητικού πεδίου, οι οποίες προσομοιάζουν την κάτοψη των ερειπίων που είναι θαμμένα στο υπέδαφος. Η έρευνα στοχεύει επίσης στην δημιουργία νέων και πιο αποτελεσματικών μεθόδων αποθορυβοποίησης. Στον τομέα αυτόν, ιδιαίτερα πολλά υποσχόμενη είναι η εφαρμογή της θεωρίας του κυματιδιακού μετασχηματισμού.
Κινούμενα συστήματα αναπτύσσονται και για την κλασική μέθοδο της ηλεκτρικής χαρτογράφησης. Μερικά από αυτά είναι ικανά και για τη συλλογή τομογραφικών δεδομένων.
Η μέθοδος της ηλεκτρικής τομογραφίας αναπτύχθηκε έτσι, ώστε κατέστη δυνατή η χρήση της μέσα σε σωζόμενα μνημεία ή για εξερεύνηση του εσωτερικού των τοίχων τους. Επίσης, έγινε εφικτή η χρήση της σε δομημένα περιβάλλοντα, κάτι το οποίο ήταν αδιανόητο πριν από μια δεκαετία. Αυτό οφείλεται εν μέρει στην εισαγωγή των ηλεκτροδίων χωρητικότητας και των λεγομένων ηλεκτροδίων επαφής. Ταυτόχρονα όμως, αναπτύχθηκαν και οι κατάλληλοι μαθηματικοί αλγόριθμοι.
Η ανάπτυξη αλγορίθμων για τρισδιάστατη αντιστροφή δεδομένων ηλεκτρικής τομογραφίας αποτελεί επίσης μια σημαντική κατεύθυνση της σύγχρονης έρευνας. Η έρευνα στον τομέα αυτό διευρύνει τις δυνατότητες της μεθόδου, εφόσον αυξάνει σημαντικά τις δυνατότητες και την ακρίβεια της στην απεικόνιση θαμμένων αρχαιοτήτων. Λόγω του μεγάλου όγκου των δεδομένων που συλλέγονται σε τρισδιάστατες διασκοπήσεις, διερευνώνται τρόποι μείωσης του όγκου της συνολικής δουλειάς και ιδιαίτερα των αριθμητικών πράξεων που υπεισέρχονται.
Αποτέλεσμα της έρευνας είναι επίσης οι νέες δυνατότητες της τομογραφίας για χρήση της μέσα σε γεωτρήσεις. Η δυνατότητα αυτή δίνει στη μέθοδο ιδιαίτερο βάρος για την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων.


Καθ. Δ. Κοντοπούλου
Τομέας Γεωφυσικής
Α.Π.Θ.

Ο Αρχαιομαγνητισμός είναι μία επιστήμη που συνδέει τις μαγνητικές ιδιότητες των ψημένων υλικών, με την Αρχαιολογία. Με τη μέθοδο του Αρχαιομαγνητισμού έχουν χρονολογηθεί πολλά κεραμικά και κλίβανοι από Έλληνες και ξένους επιστήμονες. Την τελευταία δεκαετία, η μέθοδος αυτή εφαρμόζεται στον Τομέα Γεωφυσικής του Α.Π.Θ με επιστέγασμα δύο διδακτορικές διατριβές (Σπαθάρας, 2005, DeMarco 2007). Κύρια συμβολή των ανωτέρω υπήρξε η κατασκευή των πρότυπων καμπύλων αναφοράς για την αρχαιοδιεύθυνση και αρχαιοένταση στον Ελλαδικό χώρο και κατά συνέπεια η δυνατότητα χρονολόγησης αντικειμένων.
Η μέθοδος του αρχαιομαγνητισμού είναι μή καταστροφική, μικρού κόστους και αποτελεσματική στις περισσότερες περιπτώσεις χρονολόγησης.
Στον Τομέα Γεωφυσικής του ΑΠΘ υπάρχει όλος ο απαιτούμενος εξοπλισμός για μετρήσεις αρχαιοδιεύθυνσης. Με τον πρόσφατο αποκτηθέντα φούρνο Thellier, θα είναι εφικτές και μετρήσεις αρχαιοέντασης μετά τον Σεπτέμβριο 2007.
Με δεδομένο τον όγκο ευρημάτων που σχετίζονται με καύσεις (κλίβανοι, αγγεία, πλίνθοι, καμένα εδάφη) ανοίγεται ένα ευρύ πεδίο έρευνας στο οποίο μπορούν να απασχοληθούν τόσο θετικοί επιστήμονες όσο και αρχαιολόγοι. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις όπου το υλικό πρόκειται να καταστραφεί, η συνδρομή των αρχαιολόγων ώστε να μην χαθούν πολύτιμες πληροφορίες είναι απαραίτητη.
Η συμβολή άλλων μεθόδων αρχαιομετρίας στον αρχαιομαγνητισμό μπορεί να δημιουργήσει έναν ευρύτερο κλάδο έρευνας και εφαρμογών. Ευχή και στόχος μας είναι να πραγματοποιηθεί αυτό στα πλαίσια δραστηριοτήτων της Ελληνικής Αρχαιομετρικής Εταιρείας.
Θεωρούμε ότι στην παρούσα φάση είναι απαραίτητη:
1) Η σωστή επικοινωνία και πληροφόρηση
2) Η παροχή υπηρεσιών για όσους από εμάς είμαστε λιγότερο δραστήριοι στον τομέα αυτό.
3) Η μέριμνα για δημιουργία θέσεων εργασίας για τους ειδικευμένους αρχαιομέτρες, έστω και λίγων.



Δρ. Β. Kυριατζή
Εργαστήριο Fitch,
Βρετανική Σχολή της Αθήνας
To Εργαστήριο Fitch της Βρετανικής Σχολής Αθηνών, το πρώτο στο είδος του εργαστήριο που ιδρύθηκε στην Ελλάδα (1974), λειτουργεί ως τμήμα ενός ερευνητικού ιδρύματος με σαφή προσανατολισμό προς τις ανθρωπιστικές επιστήμες, και επικεντρώνεται στην ουσιαστική χρήση και την πλήρη ενσωμάτωση μεθόδων και τεχνικών από τις φυσικές και τις βιολογικές επιστήμες στα πλαίσια ερευνητικών προγραμμάτων με συγκεκριμένα αρχαιολογικά ερωτήματα. Η αποστολή του συνίσταται στο σχεδιασμό, τη διαχείριση, υλοποίηση, και δημοσιοποίηση ερευνητικών έργων στην Ελλάδα και σε γειτονικές χώρες.
Θεωρούμε σημαντική την επισήμανση, σε επίπεδο ακαδημαϊκής έρευνας, της ανάγκης ανάληψης ερευνητικών προγραμμάτων σημαντικής κλίμακας, με συγκεκριμένους στόχους/ερωτήματα, θεωρητικές προσεγγίσεις και μεθοδολογίες, των οποίων ο διεπιστημονικός χαρακτήρας θα αντανακλάται στην ενεργή συμμετοχή και ουσιαστική επικοινωνία ερευνητών διαφορετικών ειδικοτήτων από το στάδιο του σχεδιασμού μέχρι και αυτό της τελικής δημοσίευσης και αποτίμησης του έργου. Η ανάγκη αυτή προϋποθέτει τη δυνατότητα επικοδομητικής και σταθερής επικοινωνίας ανάμεσα στην Αρχαιολογία και τους άλλους επιστημονικούς κλάδους, κάτι που μόνο σε περιορισμένη έκταση έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα. Βασική προϋπόθεση για κάτι τέτοιο αποτελεί η ανάλογη διεπιστημονική παιδεία στα πανεπιστήμια, σε επίπεδο προπτυχιακών ή/και μεταπτυχιακών σπουδών. Πέρα από την εκπαίδευση των ειδικών επιστημόνων (π.χ. αρχαιομεταλλουργών, ζωοαρχαιολόγων, γεωαρχαιολόγων κλπ.), είναι σημαντικό, αλλά και επιτακτικό, να εξοικειωθούν και οι αρχαιολόγοι με τη φύση των τεχνικών, τους τρόπους και τις δυνατότητες εφαρμογής τους, καθώς αυτοί είναι που θέτουν τα ερευνητικά ερωτήματα και ερμηνεύουν τα αναλυτικά αποτελέσματα στα πλαίσια συγκεκριμένων αρχαιολογικών ερευνών, αλλά και διαχειρίζονται ή ελέγχουν τελικά τέτοιου είδους εφαρμογές και πρακτικές ως αρμόδιοι του Υπουργείου Πολιτισμού. Και στις δύο περιπτώσεις (επιστημόνων που προέρχονται από το χώρο των θετικών ή ανθρωπιστικών επιστημών), η τέτοιου είδους εκπαίδευση δε θα πρέπει να επικεντρώνεται μόνο στις τεχνικές αλλά κυρίως στην αρχαιολογική εφαρμογή τους, και κατά συνέπεια δε θα πρέπει να είναι αποκομμένη από τις αρχαιολογικές σπουδές.
Ως προσωπική παρατήρηση θα ήθελα να επισημάνω μια παράλειψη στην αντίληψη περί «Αρχαιομετρίας», όπως αυτή διαφαίνεται στις διατάξεις για το νέο οργανισμό του ΥΠΠΟ, όπου αν και γίνεται αναφορά στην ανάγκη πρόσληψης ειδικών επιστημόνων στις υπηρεσίες του ΥΠΠΟ, ως τέτοιοι αναφέρονται π.χ. γεωλόγοι, ζωολόγοι/βιολόγοι, χημικοί και άλλοι., και αγνοείται μια νέα κατηγορία αρχαιολογικών επιστημόνων, οι οποίοι έχουν πραγματοποιήσει διεπιστημονικές σπουδές, σε επίπεδο μεταπτυχιακού/διδακτορικού, και ουσιαστικά αποτελούν τις ζωντανές γέφυρες ανάμεσα στην αρχαιολογία και τους άλλους επιστημονικούς κλάδους (π.χ. γεωαρχαιολόγοι, αρχαιομεταλλουργοί, ζωοαρχαιολόγοι, ειδικοί στη μελέτη αρχαίας κεραμικής, ή στη χρονολόγηση αρχαιολογικών υλικών κλπ.).



Δρ. Γ. Βαρουφάκης
Ναιάδων 102, Π. Φάληρο, 17 562 Αττική

Εργάζομαι από το 1960 σε θέματα αρχαιομετρίας και, όπως έχω αναφέρει και στο παρελθόν, είμαι ευτυχής που βρέθηκα άθελά μου στο χώρο της αρχαιολογίας. Ποτέ δεν πίστευα, ότι θα βρεθώ μέσα σε έναν τέτοιο παράδεισο.
Όλο όμως αυτό το διάστημα ένοιωθα πάντα μόνος. Βέβαια, συνεργαζόμουνα με αρχαιολόγους, που τους ενδιέφερε να δώσω απαντήσεις σε θέματα, που τους απασχολούσαν σχετικά με τα αρχαιολογικά ευρήματά τους. Όμως η απλή αυτή συνεργασία δεν έφτανε, ούτε και τώρα φτάνει.
Ζηλεύω πολύ τους ξένους συναδέλφους, που λειτουργούν πάντοτε συλλογικά. Κάποτε, μελετούσα έμβολα των κλασικών και ελληνιστικών χρόνων, που βρέθηκαν στον ελλαδικό χώρο. Μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία, ανακάλυψα μια εξαιρετική εργασία γύρω από ένα μεγάλο μπρούντζινο έμβολο των 450 κιλών, που βρέθηκε εδώ και λίγα χρόνια στο Ισραήλ, 20 χιλιόμετρα νότια της Χάιφας. Οι μελετητές εξέδωσαν μια μονογραφία, στην οποία συμμετείχαν Ισραηλινοί, Αμερικανοί και Άγγλοι ερευνητές. Ανάμεσά τους ήταν ιστορικοί, αρχαιολόγοι, μεταλλουργοί, συντηρητές, μουσειολόγοι.. Όλοι αυτοί εργάσθηκαν συλλογικά και έδωσαν αυτό το εξαιρετικό έργο. Ειλικρινά τους ζηλεύω για τον τρόπο συνεργασίας.
Αυτό ακριβώς θα έπρεπε να γίνει και στη χώρα μας. Το εύχομαι ειλικρινά μέσα από την καρδιά μου. Γνωρίζω, ότι και σεις θα νιώθετε το ίδιο με μένα. Δεν φτάνουν όμως τα ευχολόγια. Χρειάζεται και η αλλαγή της νοοτροπίας μας. Ίσως, κάποια επιτροπή που θα αποτελείται από εκπροσώπους του κάθε φορέα, που θα συντονίζει τις προσπάθειες των ερευνητών τους. Σ’ αυτήν να ενσωματωθούν και εκείνοι, που δεν ανήκουν σε ερευνητικούς φορείς ως μηχανικοί ή εργαστηριακοί επιστήμονες. Οι τελευταίοι έχουν μεγάλη εμπειρία και γνώση του αντικειμένου τους και καλό θα είναι να τους αξιοποιήσουμε, εντάσσοντας τους στον κατάλληλο ερευνητικό φορέα.
Κ.Ιωαννίδης1,2, Α. Οικονόμου2, Κ. Σταμούλης2, Χ. Παπαχριστοδούλου3
1Εργαστήριο Πυρηνικής Φυσικής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, 45110 Ιωάννινα
2Κέντρο Αρχαιομετρίας, Οριζόντιο Δίκτυο Εργαστηριακών Μονάδων και Κέντρων Πανεπιστημίου Ιωαννίνων
3Εργαστήριο XRF, Οριζόντιο Δίκτυο Εργαστηριακών Μονάδων και Κέντρων Πανεπιστημίου Ιωαννίνων

Στο πλαίσιο της συνεργασίας των εργαστηρίων των τμημάτων Φυσικής, Χημείας και Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Παν/μίου Ιωαννίνων, αποφασίστηκε από κοινού η δημιουργία Κέντρου Αρχαιομετρίας. Σήμερα το Κέντρο Αρχαιομετρίας ανήκει στο Οριζόντιο Δίκτυο Εργαστηριακών Μονάδων και Κέντρων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Στον εξοπλισμό του περιλαμβάνεται διάταξη με ανιχνευτή υγρού σπινθηριστή με δυνατότητα χρήσης για χρονολόγηση με C-14. Το Τμήμα Φυσικής του Παν/μίου Ιωαννίνων ανέλαβε την ευθύνη για την εγκατάσταση και τη λειτουργία της εν λόγω συσκευής. Ο συγκεκριμένος ανιχνευτής προσφέρει πολλές και σημαντικές δυνατότητες, όπως μετρήσεις υπέρ χαμηλού υποβάθρου, συνεχή μέτρηση έως και 500 δειγμάτων, πολλαπλούς κύκλους μέτρησης, ταυτόχρονη ανίχνευση και διαχωρισμό ραδιοϊσοτόπων α και β. Ο ανιχνευτής, από όσα γνωρίζουμε, είναι ένα από τα δύο συστήματα που βρίσκονται στην Ελλάδα με μοναδικές ιδιότητες για μετρήσεις ραδιενέργειας, αξιοποιείται για ραδιοχρονολόγηση με βάση το τρίτιο και επίσης χρησιμοποιείται για μετρήσεις ραδίου / ραδονίου. Εκτός του προαναφερθέντος συστήματος και στα πλαίσια προγράμματος του Υπουργείου Παιδείας, το Κέντρο θα εφοδιαστεί με σύστημα χρονολόγησης με τη μέθοδο της θερμοφωταύγειας (TL/OSL) για τη χρονολόγηση αγγείων. Ήδη έχει γίνει ο σχετικός διαγωνισμός και η εγκατάσταση του συστήματος προβλέπεται το φθινόπωρο του 2007.
Επίσης υπάρχει στενή συνεργασία μεταξύ του Κέντρου Αρχαιομετρίας και του Εργαστηρίου φθορισιμετρίας ακτίνων X (XRF). Η ανιχνευτική διάταξη που διαθέτει το εργαστήριο XRF επιτρέπει την ανάλυση στοιχείων από το K μέχρι το U. Ήδη, έχει ολοκληρωθεί μία μελέτη αγγείων οικιακής χρήσης από το Όρραον της αρχαίας Μολοσσίας (4ος αι. π.Χ.). Μέσω στατιστικής επεξεργασίας (μέθοδος PCA) των αποτελεσμάτων XRF εντοπίστηκαν ομάδες αγγείων και προέκυψαν χρήσιμα αρχαιομετρικά συμπεράσματα (Analytica Chimica Acta, Vol. 573-574, p.347-353). Σε εξέλιξη βρίσκεται ανάλυση μεγάλου αριθμού ελληνιστικών αγγείων από τις ανασκαφές στην αρχαία Κασσώπη, σε συνεργασία με το Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Παν/μίου Ιωαννίνων. Επίσης, έχει ολοκληρωθεί μελέτη κεράμων της ελληνιστικής περιόδου από την πόλη της Ρόδου, σε συνεργασία με την ΚΒ' Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Δωδεκανήσου.
Στους μελλοντικούς στόχους του Κέντρου Αρχαιομετρίας είναι η δημιουργία βάσης δεδομένων της αρχαίας κεραμικής της Ηπείρου. Η αρχή θα γίνει με την εξέταση οστράκων από την αρχαία Κασσώπη, καθώς επίσης θα γίνει χρήση των μεθόδων σε άλλα αρχαιολογικά ευρήματα για την εξαγωγή χρήσιμων αρχαιομετρικών συμπερασμάτων.
Τα μέχρι στιγμής αποτελέσματα των δράσεων του Κέντρου Αρχαιομετρίας κρίνονται ενθαρρυντικά. Πρέπει να σημειωθεί ότι το Κέντρο, το οποίο αριθμεί λίγα χρόνια από την ίδρυση του, θα μπορούσε να επωφεληθεί τα μέγιστα αν υπήρχε Εθνικός φορέας για την Πολιτιστική Κληρονομιά για το συντονισμό σχετικών δράσεων. Έτσι θα μπορούσε να ζητήσει την αρωγή του Φορέα για θέματα ενίσχυσης της έρευνας, συντονισμό ενεργειών με άλλες αντίστοιχες μονάδες, συμμετοχή σε κοινή στοχοποιημένη έρευνα, συμμετοχή σε προγράμματα σπουδών ή επιμορφωτικά προγράμματα, κοινές συνεδριακές εκδηλώσεις κα.


Δρ. Γ. Φακορέλλης
Τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας,
Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

1. Προτείνεται η δημιουργία ερευνητικού κέντρου εποπτευόμενο από το ΥΠ.ΠΟ για θέματα έρευνας αρχαιολογικών υλικών και έργων τέχνης με τη δυνατότητα παροχής υπηρεσιών. Προτείνεται η στελέχωσή του να υλοποιηθεί με επιστήμονες κατόχους τουλάχιστον μονοετούς μεταπτυχιακού σε συναφές αντικείμενο.
2. Συνιστάται η προτροπή της διδασκαλίας των Νέων Τεχνολογιών σε όλα τα Αρχαιολογικά Τμήματα της χώρας καθώς και στα Τμήματα Φυσικοχημείας των ελληνικών Α.Ε.Ι. ως μαθήματος επιλογής, αποστέλλοντας σχετικό έγγραφο.


Δρ. Ν. Μαραβελάκη1, Καθ. Ν. Καλλιθρακας-Κόντος2
1ΚΕ΄ΕΠΚΑ, Χανιά, Κρήτη, 2Γενικό Τμήμα Πολυτεχνικής Σχολής Κρήτης
Στα Χανιά, η χημικός της ΚΕ΄ ΕΠΚΑ Δρ. Νόνη Μαραβελάκη έχει στενή συνεργασία με το Εργαστήριο Αναλυτικής και Περιβαλλοντικής Χημείας, του Γενικού Τμήματος του Πολυτεχνείου Κρήτης, με Διευθυντή τον καθηγητή κ. Νικόλαο Καλλίθρακα-Κόντο. Στο συγκεκριμένο εργαστήριο υπάρχουν οι τεχνικές φασματοσκοπία φθορισμού ακτίνων Χ (Energy Dispersive X-rays Fluorescence), φασματοσκοπία φθορισμού ολικής ανάκλασης ακτίνων Χ (Total Reflection X-rays Fluorescence), φασματοσκοπία ακτίνων γ και φασματοσκοπία υπερύθρου (FTIR). Τα ερευνητικά προγράμματα του Εργαστηρίου εστιάζονται στις αναλύσεις μετάλλων, λίθων, κεραμικών, χρωστικών, ρητινών και κονιαμάτων.

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟ ΚΡΗΤΗΣ
Εργαστήριο Αναλυτικής και Περιβαλλοντικής Χημείας (Καθ. Ν. Καλλίθρακας-Κόντος)
Εργαστήριο Γεωχημείας (καθηγ κ. Β. Περδικάτσης)
Εργαστήριο Μηχανικής Πετρωμάτων (Καθ. Ζ. Αγιουτάντης)
Εργαστήριο Μελέτης και Σχεδιασμού Εκμεταλλεύσεων (Καθ. Γ. Εξαδάκτυλος)
Εργαστήριο Επεξεργασίας Εικόνας (Καθ. Μ. Ζερβάκης)
ΙΔΡΥΜΑΤΑ στην Ελλάδα
Τομέας Επιστήμης και Τεχνικής των Υλικών του Τμήματος Χημικών Μηχανικών του ΕΜΠ (Καθ. κ. Α. Μοροπούλου)
Πανεπιστήμιο Κρήτης (Καθ. Ι. Τζαχίλη)
ΙΤΕ (Καθ. Κ. Φωτάκης)
ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος (Δρ. Β. Κυλίκογλου)
ΙΔΡΥΜΑΤΑ στο εξωτερικό
University of Venice (Prof. G. Biscontin)
University of Antwerp (Prof. R. Van Grieken)
Izmir Institute of Technology (Prof. Sedat Akkurt)
CNR-ICVBC, Florence (Dr. P. Tiano)


Δρ. Γ. Οικονόμου, Δρ. Π. Τσόμπος, Δρ. Ευ. Χιώτης
ΙΓΜΕ, ΜΕΣΟΓΕΙΩΝ 70, 115 27 ΑΘΗΝΑ

Το Ινστιτούτο Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών (Ι.Γ.Μ.Ε.) είναι νομικό πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), που εποπτεύεται από το Υπουργείο Ανάπτυξης.
Η γεωλογική έρευνα που πραγματοποιείται στο ΙΓΜΕ, είναι αποτέλεσμα της συνεργασίας πολλών ειδικοτήτων που καλύπτουν όλο το φάσμα των γεωεπιστημών.
Η διεπιστημονική προσέγγιση των γεωαρχαιολογικών ερευνών που πραγματοποιούνται στο ΙΓΜΕ, γίνεται κυρίως με εφαρμογές γεωλογικής χαρτογράφησης, παλαιοντολογίας, παλινολογίας, παλαιογεωγραφίας, γεωχημείας, γεωφυσικής, τηλεπισκόπησης, τεχνικής γεωλογίας και πετρογραφίας – ορυκτολογίας.
Εργασίες και μελέτες έχουν πραγματοποιηθεί μέχρι σήμερα για :
· αρκετές Εφορίες Προϊστορικών και Βυζαντινών αρχαιοτήτων του Υπουργείου Πολιτισμού,
· το Μουσείο Μπενάκη, το Αρχαιολογικό Αθήνας, Ακροπόλεως, κ.α.
· Τεχνικές κατασκευαστικές εταιρείες, που εκτελούν έργα αναστήλωσης μνημείων, κάστρων, κλπ.
· Ιδιωτικές συλλογές, όπως Τραπεζών και άλλων φορέων.

Πολλές εργασίες γεωαρχαιλογικού ενδιαφέροντος έχουν εκπονηθεί στο ΙΓΜΕ μερικές εκ των οποίων είναι:
Ορυκτολογική μελέτη υλικών για τις εργασίες συντήρησης της Ακρόπολης Αθηνών
Ορυκτολογική μελέτη και προέλευση δομικών υλικών αρχαιολογικών μνημείων:
- Αρχαίας κρήνης Πετραλώνων
- Ιεράς Μονής Καπνικαρέας
- Μαλίων και Κνωσού Κρήτης
- ανακτόρου Νέστορος Πύλου
- ακροπόλεως Σίφνου
- Δωδώνης
- των κάστρων Μεθώνης και Βόνιτσας
- Ιερού Ναού Οσίου Λουκά
- Κυρήνειας Κύπρου
Γεωλογική, ορυκτολογική και πετρογραφική μελέτη μνημείων αρχαίας Ολυμπίας, Επιδαύρου και Δήλου
Ορυκτολογική μελέτη αρχαίων νομισμάτων Μακεδονίας (Αμύντας Γ) και Θράκης
Ορυκτολογική εξέταση αρχαίων υφασμάτων Μακεδονικών τάφων Αιανής Κοζάνης
Ορυκτολογική μελέτη:
- κονιαμάτων και χρωστικών Τάφων Βεργίνας
- κονιαμάτων και χρωστικών Τοιχογραφιών Ακρωτηρίου Σαντορίνης
- χρωστικών αγιογραφιών Μουσείου Μπενάκη
- αρχαίων κοσμημάτων και διακοσμητικών υλικών Μουσείου Μπενάκη
- αρχαίων σφραγιδολίθων
- ευρημάτων ανασκαφής Αγίου Κωνσταντίνου Μεθάνων
Αρχαίων σκωριών από διάφορες περιοχές της Ελλάδος
Μεταλλείων Λαυρίου Αρχαιομεταλλουργική μελέτη:
- Μεταλλείων Κύθνου και Κέας
- Αρχάμπολης Καρύστου

Συνεργασίες σε εξέλιξη και προοπτικές γεωαρχαιολογικών εφαρμογών:

· Γεωλογική μελέτη για την υπόδειξη θέσεων εξόρυξης πετρώματος για την αναστύλωση του Α΄ Ταφικού Κύκλου Μυκηνών για λογαριασμό του «Ταμείου Διαχείρισης Πιστώσεων για την εκτέλεση αρχαιολογικών έργων» (γίνονται συνεννοήσεις για την επέκταση του έργου με αντικείμενα: α. Ταυτοποίηση υλικών για την αναστύλωση του τάφου των Λεόντων β. Τον προσδιορισμό των ενεργών ρηγμάτων στην ευρύτερη περιοχή της ακρόπολης των Μυκηνών.
· Κατάρτιση γεωγραφικής βάσης δεδομένων των αρχαιολογικών ζωνών Α και Β του νομού Αργολίδος.
· Παλαιογεωγαφική μελέτη περιοχής παλαιάς Επιδαύρου.
· Προανασκαφικές γεωφυσικές διασκοπίσεις στο νομό Αργολίδος.
· Παλαιογεωγραφική μελέτη λεκάνης Λαγανά Ζακύνθου, σε συνεργασία με το Ολλανδικό Ινστιτούτο Αθηνών και το Πανεπιστήμιο Ουτρέχτης.

Τα εργαστήρια του ΙΓΜΕ που ασχολούνται με εξετάσεις αρχαιολογικού υλικού είναι εξοπλισμένα με συσκευές υψηλής τεχνολογίας και ενδεικτικά αναφέρονται τα ακόλουθα:
- Eργαστήρια ορυκτολογίας- πετρολογίας, όπου υπάρχουν οπτικά μικροσκόπια, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM), περιθλασιμετρία ακτίνων – Χ (XRD), φθορισμός ακτίνων- Χ (XRF), φασματομετρία micro-RAMAN, θερμιαναλυτής, παρασκευαστήρια δοκιμίων, κλπ.
- Εργαστήρια τεχνικής γεωλογίας, με εξειδίκευση στη εδαφομηχανική- βραχομηχανική.
- Εργαστήριο τηλεπισκόπησης, όπου ερευνώνται εποπτικά μεγάλες περιοχές και ειδικά με τη χρήση δορυφορικών προϊόντων υπερυψηλής ανάλυσης.
-Εργαστήριο ΄΄ΛΙΘΟΣ΄΄, όπου εξετάζονται οι φυσικομηχανικές ιδιότητες και ταυτοποιούνται διακοσμητικά πετρώματα, π.χ. μάρμαρα κλπ.
- Εργαστήρια γεωφυσικής, που εφαρμόζουν σύγχρονες μεθόδους γεωφυσικής επισκόπησης.

Ειδικότερα στα εργαστήρια της Δ/νσης Ορυκτολογίας & Πετρολογίας εκτελούνται εξετάσεις και αναλύσεις από εξειδικευμένους γεωλόγους- ορυκτολόγους όπου εξετάζονται δείγματα αρχαιολογικού υλικού από όλο τον ελληνικό χώρο, καθώς και δείγματα μουσειακού υλικού.
Εφαρμόζονται μη καταστροφικές αναλυτικές μέθοδοι για επιτόπιες μετρήσεις, όπως:
Φασματομετρία micro- Raman (φορητό νεοαποκτηθέν όργανο, μοναδικό στην Ελλάδα), με τεχνολογία laser, όπου ανιχνεύονται οι ορυκτολογικές φάσεις.
Φθορισμός ακτίνων-Χ (XRF), (φορητό νεοαποκτηθέν όργανό) για χημικές αναλύσεις κυρίων και ιχνοστοιχείων.
Συσκευή υπερήχων δομικών υλικών (της Δ/νσης Τεχνικής Γεωλογίας) για ποιότητα δομικών υλικών (σκληρότητα) και βαθμού κατακερματισμού.
Σφύρα smith (της Δ/νσης Τεχνικής Γεωλογίας) για ποιότητα βραχομάζας (σκληρότητα).Φορητό φασματόμετρο υπερύθρων (TERRASPEC), για τον προσδιορισμό ορυκτολογικών φάσεων σε πετρώματα, δομικά υλικά, κ.ά..

20 Μαΐ 2007

Κινητό τίποτα

Tης Mαριάννας Tζιαντζή από την Καθημερινή της Κυριακής 20/5/07

Στις μέρες μας το τραγούδι «Τίποτα δεν πάει χαμένο» του Μάνου Λοΐζου αποκτά ένα νέο περιεχόμενο απλώς με τη μετατόπιση των εισαγωγικών μια λέξη πιο αριστερά: «Το τίποτα δεν πάει χαμένο», αφού το τίποτα αυτοαντανακλάται, μεγεθύνεται και αναμεταδίδεται.
Δεν έχω ακούσει πιο θλιβερή φράση από το «Εχω χρόνο και δεν έχω άνθρωπο να μιλήσω», δηλαδή έχω στο κινητό μου δωρεάν χρόνο ομιλίας που πρέπει να τον εξαντλήσω. Στα μαγαζιά και στα λεωφορεία, μες στο ασανσέρ, στις δημόσιες υπηρεσίες, στο πεζοδρόμιο, στο καφενείο, οι άνθρωποι μιλούν ακατάπαυστα... και συνήθως για το τίποτα.
Το πρωί μιλούν κυρίως για τις δουλειές τους. Για πωλήσεις, δικογραφίες, υδραυλικά, φορολογικά. Ολο το βαγόνι ένα κινούμενο γραφείο. Αρκετοί δίνουν οδηγίες στους συνεργάτες τους, διαπραγματεύονται, τσακώνονται, φωνασκούν, αδιαφορώντας για το ακούσιο ακροατήριό τους. Δεν είναι επιβάτες αυτοί, είναι εργαζόμενοι, είτε μισθωτοί είτε αυτοαπασχολούμενοι. Και το δικαίωμα στην εργασία είναι ιερό. Το δικαίωμα στην επικοινωνία είναι επίσης ιερό, όπως τουλάχιστον προσπαθεί να μας πείσει η διαφήμιση.
Καθώς μεσημεριάζει, έρχεται και η ώρα των οικογενειακών και των αισθηματικών. Το περίεργο είναι ότι οι κινητοί τελάληδες δεν εξωραΐζουν τις εμπειρίες τους, αλλά συχνά τις περιγράφουν με μελανά χρώματα, καθώς μιλούν για τον γιο που έμεινε στην ίδια τάξη ή τις αιμορροΐδες τους ή τον ανάξιο εραστή, τον φίλο που τους πούλησε.
Τα ριάλιτι υποχώρησαν από την τηλεόραση και κατέκλυσαν την πραγματική ζωή. Ολοι τα συζητούν όλα, ενώπιον όλων, χωρίς ταμπού και αναστολές. Τα σχολικά, τα μαγειρικά, τα σεξουαλικά. Μόνον που στα τηλεοπτικά ριάλιτι υπάρχει ένα είδος επιβεβλημένης συλλογικότητας. Στην εκτός οθόνης ζωή, ο καθένας είναι παίκτης και σκηνοθέτης του ατομικού του ριάλιτι, στο οποίο δεν προβλέπεται διαδικασία ψηφοφορίας και αποχώρησης.
Σπάνια κάποιος, που δέχεται μια κλήση σε δημόσιο χώρο, χαμηλώνει τη φωνή του, φέρνει την παλάμη μπροστά στα χείλη, δείχνει μια στοιχειώδη συστολή. Οι περισσότεροι τσιρίζουν, ίσως γιατί η τηλεόραση μας διδάσκει «να περνάς καλά» και «να είσαι ο εαυτός σου». Και το «είμαι ο εαυτός μου» σημαίνει ότι είμαι ο άρχοντας του μικρού μου σύμπαντος. Είναι αυτονόητο ότι αυτός ο παροξυσμός της επικοινωνίας είναι ταυτόχρονα και η ακύρωσή της. Το κλασικό αξίωμα «γράφω πολλά γιατί δεν έχω χρόνο να γράψω λίγα» γίνεται «μιλάμε πολύ γιατί δεν έχουμε τίποτα να πούμε». Η δημόσια εξομολόγηση δεν είναι δείγμα άνεσης, αλλά κοινωνικού αυτισμού. Δεν μιλώ «με» τους άλλους, αλλά «μπροστά» στους άλλους – και μιλώ για τον εαυτό μου, για τα ποικίλα τίποτα της καθημερινότητάς «μου». Οι άλλοι απλώς δεν υπάρχουν, είναι απρόσωποι και αόρατοι όπως οι τηλεθεατές.
Η τηλεόραση και η τεχνολογία συμβάλλουν στη διαμόρφωση νέων ηθών, όπως συμβάλλουν και άλλοι –και ίσως πολύ πιο καθοριστικοί– παράγοντες. Ποιος ο λόγος να ενοχληθεί κανείς από τις κάμερες παρακολούθησης στους δημόσιους χώρους, όταν ο καθένας θεωρεί φυσιολογικό να αυτοαποκαλύπτεται και να εκπέμπει την προσωπική του ζωή σε κάθε τυχαίο δέκτη;
Η κόλαση είναι οι άλλοι; Ποιοι άλλοι; Η κόλαση είναι ένα υπερτροφικό, ανασφαλές και αρπαχτικό εγώ.

18 Μαΐ 2007

Η βασική αρχή της κβαντομηχανικής

Μέχρι το 1900 η φύση περιγραφόταν από δύο ξεχωριστές και εντελώς ασυμβίβαστες οντότητες: τα σωματίδια που είχαν περιγραφεί από τον Isaak Newton (1687) και τα ηλεκτρομαγνητικά πεδία – κύματα που περιγράφηκαν από τον James Clark Maxwell (1864). Όλο το περιεχόμενο της κβαντικής θεωρίας συνίσταται στην αναίρεση του ασυμβίβαστου αυτού: τόσο τα σωματίδια όσο και τα ΗΜ πεδία έχουν ταυτόχρονα σωματιδιακό και κυματικό χαρακτήρα.

Η διπλή φύση του φωτός

α) το φως είναι κύμα
Σύμφωνα με τη θεωρία του James Clark Maxwell, το φως αποτελείται από ηλεκτρομαγνητικά κύματα που διαδίδονται στο κενό με ταχύτητα c=2,997.108 m.s-1. Τα κύματα αυτά αποτελούνται από δύο συνιστώσες που πάλλονται σε κάθετα μεταξύ τους επίπεδα: μια ηλεκτρική και μια μαγνητική συνιστώσα (Σχήμα 1). Η απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία μέγιστης έντασης ονομάζεται μήκος κύματος λ. Το τετράγωνο του πλάτους Α, είναι μέτρο της έντασης Ι του κύματος.

Σχήμα 1. Σχηματική αναπαράσταση ηλεκτρομαγνητικού κύματος
This image was copied from Nick Strobel's Astronomy Notes. Go to his site at www.astronomynotes.com for the updated and corrected version. http://www.astronomynotes.com/copyright.htm

Μια άλλη σημαντική ιδιότητα του ηλεκτρομαγνητικού κύματος είναι η συχνότητα ν που ορίζεται ως ο αριθμός των μονάδων μήκους κύματος που περνάει από ένα σταθερό σημείο στη μονάδα του χρόνου. Οι μονάδες της συχνότητας είναι κύκλοι ανά δευτερόλεπτο ή Hertz. Το μήκος κύματος και η συχνότητα συνδέονται με την ταχύτητα c του φωτός με τη σχέση:
(c/n)=λ.ν , όπου n= δείκτης διάθλασης του μέσου.
Το ηλεκτρομαγνητικό φάσμα περιλαμβάνει ένα σύνολο φωτεινών κυμάτων των οποίων η συχνότητα ποικίλλει και μεταβάλλεται με τρόπο συνεχή από τις υψηλής ενέργειας ακτίνες γ μέχρι τα μικροκύματα.
Το φάσμα του ορατού φωτός (Σχήμα 2) είναι ένα μικρό μέρος του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος στο οποίο είναι ευαίσθητο το ανθρώπινο μάτι, όπως φαίνεται στον Πίνακα 1. Το χρώμα του ορατού φωτός εξαρτάται από την τιμή της συχνότητας ν.

Σχήμα 2. Η ορατή περιοχή του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος

Πίνακας 1. Μήκη κύματος και συχνότητες
ακτινοβολιών του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος


β) Το φως είναι σωματίδιο
Παράλληλα με την κυματική θεωρία του Maxwell όμως, ο Max Planck και ο Albert Einstein υποστήριζαν τη σωματιδιακή φύση του φωτός. Σύμφωνα με αυτούς, η ενέργεια της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας δεν είναι συνεχής αλλά μεταφέρεται από "κόκκους" ενέργειας που ονομάζονται φωτόνια. Η ενέργεια του φωτονίου είναι ίση με το γινόμενο της σταθεράς h του Planck και της συχνότητας ν της ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας:

Ε=h.ν

Η ολοκληρωτική αντίφαση ανάμεσα στην κυματική και τη σωματιδιακή φύση του φωτός δεν ερμηνεύθηκε εκείνη την εποχή. Έγινε αποδεκτό ότι στα φαινόμενα διάδοσης του φωτός (ανάκλαση, διάθλαση, περίθλαση) εκδηλώνεται η κυματική φύση του, ενώ κατά την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ ύλης και ακτινοβολίας (φωτοηλεκτρικό φαινόμενο, απορρόφηση ηλεκτρομαγνητικής ακτινοβολίας από τα άτομα) εκδηλώνεται η σωματιδιακή φύση του.

Η διπλή φύση των σωματιδίων
Μετά την επικράτηση της θεωρίας Planck Einstein για τη δυαδική υπόσταση του φωτός, ο Γάλλος φυσικός Louis De Broglie (1924) επιχείρησε να επεκτείνει το δυϊσμό μεταξύ σωματιδίου-κύματος και στα στοιχειώδη σωματίδια της ύλης. Διατύπωσε λοιπόν τη θεωρία σύμφωνα με την οποία κάθε σωματίδιο μάζας m που κινείται με ταχύτητα υ, ισοδυναμεί με κύμα, του οποίου το μήκος κύματος δίνεται από τη σχέση:

λ=h/m.υ

Έτσι ένα ηλεκτρόνιο που περιστρέφεται γύρω από ένα πυρήνα μπορεί να παρασταθεί από ένα στάσιμο κύμα που έχει περίμετρο τροχιάς ίση με κάποιο ακέραιο πολλαπλάσιο του μήκους κύματος όπως ορίζεται από την παραπάνω σχέση (Σχήμα 3). Το 1927 αποδείχτηκε πειραματικά ότι τα ηλεκτρόνια περιθλώνται από τους κρυστάλλους όπως ακριβώς οι ακτίνες Χ και έτσι η θεωρία του De Broglie επιβεβαιώθηκε θριαμβευτικά.

Σχήμα 3: Αναπαράσταση του ηλεκτρονίου ως στάσιμο κύμα

Για να ανακεφαλαιώσουμε, τόσο η ύλη όσο και το φως έχουν λοιπόν δυαδική υπόσταση, μία σωματιδιακή που χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια και μια κυματική με κύριο χαρακτηριστικό τη συνέχεια. Σήμερα, η κυματική αναπαράσταση θεωρείται πληρέστερη από τη σωματιδιακή, αφού μπορεί από μόνη της να περιγράψει όλα τα φαινόμενα. Η έννοια του σωματιδίου χρησιμοποιείται αποτελεσματικά σε ένα εύρος φαινομένων και εξακολουθεί να έχει μεγάλη εκπαιδευτική αξία γιατί δίνει χειροπιαστές εικόνες.

17 Μαΐ 2007

Σανδαράχη

Πετρώματα με κίτρινη και κόκκινη σανδαράχη (επάνω)
και οι αντίστοιχες χρωστικές (κάτω)

Ορυκτό θειούχο αρσενικό που συναντάται σε δύο χρωματισμούς, κίτρινο και κόκκινο. Η κίτρινη σανδαράχη (orpiment=αρσενικό, As2S3) συναντάται πάντα μαζί με την κόκκινη σανδαράχη (realgar=αραβικά rahj al ghar=σκόνη του ορυχείου, As4S4). Εϊναι αρχαία χρωστική, έχει βρεθεί σε αιγυπτιακά αντικείμενα και αναφέρεται σε ελληνικές και ρωμαϊκές πηγές. Γνωστή από παλία είναι επίσης και η τοξικότητα των χρωστικών που περιέχουν θειούχο αρσενικό. Πρέπει να αποφεύγεται η αναπνοή και η κατάποσή τους.
Δεν είναι συμβατή με χρωστικές που περιέχουν χαλκό (verdigris) και μόλυβδο (λευκό του μολύβδου, κίτρινο μολύβδου-κασσιτέρου) και προκαλεί μαύρισμα των αρχικών χρωμάτων. Η κόκκινη σανδαράχη δεν είναι σταθερή αλλά μετατρέπεται σε κίτρινη σκόνη μετά από παρατεταμένη έκθεση στο φως. Μέχρι πρόσφατα επικρατούσε η άποψη ότι η κίτρινη αυτή σκόνη ήταν κίτρινη σανδαράχη. Αποδείχτηκε όμως ότι πρόκειται για μια άλλη μορφή κρυστάλλωσης της κόκκινης σανδαράχης που ονομάζεται pararealgar. Η ανίχνευση του ορυκτού αυτού σε ζωγραφικά έργα δημιουργεί το ερώτημα αν πρόκειται για προϊόν αλλοίωσης μετά την αρχική δημιουργία του έργου ή αν ο καλλιτέχνης χρησιμοποίησε από την αρχή το pararealgar σαν κίτρινη χρωστική.

David, Α.R, Edwards, H.G.M., Farwell, D.W. and De Faria D.L.A., 2001. Raman Spectroscopic Analysis of Ancient Egyptian Pigments, Archaeometry 43(4), 461-473.

14 Μαΐ 2007

Κιννάβαρη

Η κιννάβαρη είναι το κύριο μετάλλευμα του υδράργυρου (θειούχος υδράργυρος, HgS), με χρωματισμούς από έντονο κόκκινο μέχρι πορτοκαλοκόκκινο. Η λέξη κιννάβαρη είναι μάλλον Ινδικής προέλευσης και σημαίνει «το αίμα του δράκου» ή «κόκκινη ρητίνη». Ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες από τον 6ο αιώνα π.Χ. αλλά κατά περίεργο τρόπο δεν έχει ανιχνευθεί η χρήση της στην αρχαία Αίγυπτο. Η κύρια πηγή για την προμήθεια κιννάβαρης σύμφωνα με το Θεόφραστο αλλά και τον Πλίνιο, ήταν κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους η Ισπανία (θέση Sisapu ή Sisopo). Η τιμή πώλησής του μάλιστα οριζόταν με νόμο ώστε να μην γίνει υπερβολικά υψηλή. Μικρά κομμάτια του μεταλλεύματος σύμφωνα με τον Βιτρούβιο κονιοποιούνταν σε πέτρινο γουδί και παραγόταν σκόνη, η οποία αποτελούσε και τη χρωστική ύλη.
Το βερμιγιόν είναι ο συνθετικός θειούχος υδράργυρος. Δεν ξέρουμε ακριβώς πότε έγινε η σύθνεσή του για πρώτη φορά, αλλά σίγουρα ήταν γνωστή η μέθοδος σύνθεσής του τον 8ο μ.Χ. αιώνα γιατί περιγράφεται σε κείμενα αλχημιστών. Η εφεύρεση του βερμιγιόν θεωρείται σταθμός στην πρακτική και εξέλιξη της ζωγραφικής από τον 12ο αιώνα και μετά. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ οτι δεν υπάρχει αξιόπιστος τρόπος διάκρισης της φυσικής από την συνθετική κιννάβαρη. Η ανομοιομορφία των κόκκων καθώς και η παρουσία κόκκων από αδρανή υλικά υποδεικνύει φυσική προέλευση.

Κιννάβαρη Ουκρανίας και Κυργιστάν

Ο θειούχος υδράργυρος σε κανονικές συνθήκες κρυσταλλώνεται σε δύο μορφές, α-HgS και α΄-HgS, οι οποίες έχουν και διαφορετικό χρώμα. Η πρώτη είναι κόκκινη και η δεύτερη μαύρη. Η μετατροπή της α-κόκκινης σε α΄-μαύρη κιννάβαρη επιταχύνεται με την απορρόφηση φωτός μήκους κύματος από 400 έως 570 nm (είναι ημιαγωγός με ενεργειακό χάσμα ~2eV).


Feller, Robert. Artists' Pigments: A Handbook of their History and Characteristics. Volume 2. Cambridge University Press, 1992.
Thompson, D.L., 1998. Οι τεχνικές και τα υλικά της μεσαιωνικής ζωγραφικής. Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα.

13 Μαΐ 2007

Μπλε ultramarine

Μπλε χρωστική που παρασκευάζεται από το ορυκτό λαζουρίτης, το οποίο βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα στο πέτρωμα αζουρίτης (lapis lazuli = λίθος (Λατινικά) + μπλε (Περσικά)). Η κύρια πηγή του πετρώματος βρισκόταν στο Αφγανιστάν, στα αρχαία λατομεία του Badakshan, τα οποία πρωτο-χρησιμοποιήθηκαν το 6.000 π.Χ. Το υλικό μεταφερόταν αρχικά στην Αίγυπτο και από εκεί στην Ευρώπη. Η επωνυμία ultramarine προέρχεται πιθανώτατα από την εισαγωγή όχι μόνο της πρώτης ύλης αλλά και της συνταγής παρασκευής του από περιοχές «πέρα από τις θάλασσες». Γι’ αυτό και ήταν πολύ ακριβή χρωστική, κάποια εποχή πιο ακριβή και από το χρυσάφι.
Το ορυκτό λαζουρίτης είναι χημικά η πιο σύνθετη ορυκτή χρωστική. Πρόκειται για ένα σύνθετο θειικό-πυριτικό άλας του νατρίου-ασβεστίου, στο οποίο τα άτομα του πυριτίου αντικαθίστανται στο πλέγμα από άτομα θείου. Στα άτομα αυτά του θείου οφείλεται και το φωτεινό μπλε χρώμα του λαζουρίτη. Στην πιο έντονα χρωματισμένη ποικιλία η αντικατάσταση ατόμων πυριτίου από άτομα θείου φτάνει το 0,7%.
Ο αζουρίτης, ακόμα και στην καλύτερή του ποιότητα, εμπεριέχει κρυστάλλους ασβεστίτη ή σιδηροπυρίτη (FeS2), οι οποίοι αλλοιώνουν το χρώμα του. Για το διαχωρισμό των μπλε κόκκων του λαζουρίτη από τους άλλους δεν αρκεί η απλή έκπλυση αλλά αρκετά περίπλοκες διαδικασίες που ήταν άγνωστες στην Ευρώπη πριν από το 13ο αιώνα. Η συνταγή είναι πιθανώτατα αραβικής προέλευσης και συνίσταται στην ανάμιξη της σκόνης αζουρίτη με ζύμη από κερί, λάδι και ρητίνη και πλάσιμο της ζύμης αυτής μέσα σε νερό ή αλυσίβα, ώσπου να ελευθερωθούν οι μπλε κόκκοι. Ο διαχωρισμός επιτυγχάνεται τελικά, μάλλον λόγω της διαφορετικής απορρόφησης των λιπαρών ουσιών από τον λαζουρίτη.

Λαζουρίτης Αφγανιστάν, Βαϊκάλης και Χιλής

Από το 1828 μ.Χ. άρχισε να χρησιμοποιείται το τεχνητό μπλε ultramarine το οποίο παραμέρισε σημαντικά τη φυσική χρωστική. Η τεχνητή χρωστική εμφανίζει μικρότερους και ομοιομεγέθεις κόκκους σε σχέση με τη φυσική και δεν περιέχει τους χαρακτηριστικούς κρυστάλλους ασβεστίτη και σιδηροπυρίτη, που αποτελούν τυπική πρόσμιξη στο φυσικό προϊόν. Ο καλύτερης ποιότητας αζουρίτης προέρχεται και σήμερα από την ίδια περιοχή του Αφγανιστάν που εξαγόταν και κατά την αρχαιότητα. Το 1851 όμως ανακαλύφθηκε ένα πολύ μεγάλο κοίτασμα αζουρίτη κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη, το οποίο τροφοδοτεί επίσης την παγκόσμια αγορά.


Burgio, L., Melessanaki, K., Doulgeridis, M., Clark, R.J.H. and Anglos, D., 2001. Pigment identification in paintings employing laser induced breakdown spectroscopy and Raman microscopy. Spectrochimica Acta: Part B 56, 905-913.

Thompson, D.L., 1998. Οι τεχνικές και τα υλικά της μεσαιωνικής ζωγραφικής. Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα.

12 Μαΐ 2007

Πράσινη γη

Η πράσινη γη (terre verte) αποτελείται κυρίως από τα ορυκτά σελαδονίτη και γλαυκονίτη, τα οποία δίνουν χρώματα από γαλαζοπράσινο μέχρι κίτρινο-λαδί. Πρόκειται για διοκταεδρικούς μαρμαρυγίες, ο μεν σελαδονίτης πλούσιος σε μαγνήσιο, ο δε γλαυκονίτης πλούσιος σε σίδηρο. Ο γλαυκονίτης είναι περισσότερο διαδεδομένος και εμφανίζει πρασινωπό χρώμα ανάλογα με την κατανομή δισθενούς και τρισθενούς σιφήρου στην κρυσταλλική δομή του. Το όνομά του –γλαυκός- σημαίνει στα αρχαία ελληνικά γαλαζοπράσινος. Βρίσκεται στη φύση σε περιεκτικότητες που σπάνια υπερβαίνουν το 50% ενός κοιτάσματος, οπότε χρειάζεται σειρά διαδικασιών για την εξαγωγή της χρωστικής.
Γλαυκονίτης
Οι πιο γνωστές πηγές πράσινης γης στην αρχαιότητα σύμφωνα με τον Βιτρούβιο και τον Πλίνιο ήταν η Σμύρνη και η Κυρήνεια της Λιβύης. Κατά το μεσαίωνα και την Αναγέννηση, το πιο φημισμένο κοίτασμα πράσινης γης βρισκόταν κοντά στη Verona της Ιταλίας γι’ αυτό και η χρωστική ονομάζεται συχνά πράσινο της Βερόνας (σχεδόν καθαρός γλαυκονίτης). Το κοίτασμα αυτό παρήγαγε χρωστική μέχρι το Β’ παγκόσμιο πόλεμο. Άλλες πηγές πράσινης γης υπάρχουν στην Κύπρο (πολύ καλής ποιότητας) αλλά και χώρες της Βαλτικής, στη Βοημία, στην Κύπρο, Γαλλία, Ουγγαρία, Ρωσία κλπ.
Η πιο γνωστή χρήση της πράσινης γης είναι στον χρωματισμό των προπλασμών (τα κατώτερα χρωματικά στρώματα της σάρκας) στις Βυζαντινές εικόνες, για τα οποία υπάρχουν κείμενα του Αγίου Όρους ήδη από τον 11ο αιώνα.
Hradil, D., Grygar, T. Hradilova, J. and Bezdicka, P., 2003. Clay and iron oxide pigments in the history of painting. Applied Clay Science 22, 223-236.
Thompson, D.L., 1998. Οι τεχνικές και τα υλικά της μεσαιωνικής ζωγραφικής. Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα.