Μπλε χρωστική που παρασκευάζεται από το ορυκτό λαζουρίτης, το οποίο βρίσκεται σε μεγάλη ποσότητα στο πέτρωμα αζουρίτης (lapis lazuli = λίθος (Λατινικά) + μπλε (Περσικά)). Η κύρια πηγή του πετρώματος βρισκόταν στο Αφγανιστάν, στα αρχαία λατομεία του Badakshan, τα οποία πρωτο-χρησιμοποιήθηκαν το 6.000 π.Χ. Το υλικό μεταφερόταν αρχικά στην Αίγυπτο και από εκεί στην Ευρώπη. Η επωνυμία ultramarine προέρχεται πιθανώτατα από την εισαγωγή όχι μόνο της πρώτης ύλης αλλά και της συνταγής παρασκευής του από περιοχές «πέρα από τις θάλασσες». Γι’ αυτό και ήταν πολύ ακριβή χρωστική, κάποια εποχή πιο ακριβή και από το χρυσάφι.
Το ορυκτό λαζουρίτης είναι χημικά η πιο σύνθετη ορυκτή χρωστική. Πρόκειται για ένα σύνθετο θειικό-πυριτικό άλας του νατρίου-ασβεστίου, στο οποίο τα άτομα του πυριτίου αντικαθίστανται στο πλέγμα από άτομα θείου. Στα άτομα αυτά του θείου οφείλεται και το φωτεινό μπλε χρώμα του λαζουρίτη. Στην πιο έντονα χρωματισμένη ποικιλία η αντικατάσταση ατόμων πυριτίου από άτομα θείου φτάνει το 0,7%.
Ο αζουρίτης, ακόμα και στην καλύτερή του ποιότητα, εμπεριέχει κρυστάλλους ασβεστίτη ή σιδηροπυρίτη (FeS2), οι οποίοι αλλοιώνουν το χρώμα του. Για το διαχωρισμό των μπλε κόκκων του λαζουρίτη από τους άλλους δεν αρκεί η απλή έκπλυση αλλά αρκετά περίπλοκες διαδικασίες που ήταν άγνωστες στην Ευρώπη πριν από το 13ο αιώνα. Η συνταγή είναι πιθανώτατα αραβικής προέλευσης και συνίσταται στην ανάμιξη της σκόνης αζουρίτη με ζύμη από κερί, λάδι και ρητίνη και πλάσιμο της ζύμης αυτής μέσα σε νερό ή αλυσίβα, ώσπου να ελευθερωθούν οι μπλε κόκκοι. Ο διαχωρισμός επιτυγχάνεται τελικά, μάλλον λόγω της διαφορετικής απορρόφησης των λιπαρών ουσιών από τον λαζουρίτη.
Το ορυκτό λαζουρίτης είναι χημικά η πιο σύνθετη ορυκτή χρωστική. Πρόκειται για ένα σύνθετο θειικό-πυριτικό άλας του νατρίου-ασβεστίου, στο οποίο τα άτομα του πυριτίου αντικαθίστανται στο πλέγμα από άτομα θείου. Στα άτομα αυτά του θείου οφείλεται και το φωτεινό μπλε χρώμα του λαζουρίτη. Στην πιο έντονα χρωματισμένη ποικιλία η αντικατάσταση ατόμων πυριτίου από άτομα θείου φτάνει το 0,7%.
Ο αζουρίτης, ακόμα και στην καλύτερή του ποιότητα, εμπεριέχει κρυστάλλους ασβεστίτη ή σιδηροπυρίτη (FeS2), οι οποίοι αλλοιώνουν το χρώμα του. Για το διαχωρισμό των μπλε κόκκων του λαζουρίτη από τους άλλους δεν αρκεί η απλή έκπλυση αλλά αρκετά περίπλοκες διαδικασίες που ήταν άγνωστες στην Ευρώπη πριν από το 13ο αιώνα. Η συνταγή είναι πιθανώτατα αραβικής προέλευσης και συνίσταται στην ανάμιξη της σκόνης αζουρίτη με ζύμη από κερί, λάδι και ρητίνη και πλάσιμο της ζύμης αυτής μέσα σε νερό ή αλυσίβα, ώσπου να ελευθερωθούν οι μπλε κόκκοι. Ο διαχωρισμός επιτυγχάνεται τελικά, μάλλον λόγω της διαφορετικής απορρόφησης των λιπαρών ουσιών από τον λαζουρίτη.
Λαζουρίτης Αφγανιστάν, Βαϊκάλης και Χιλής
Από το 1828 μ.Χ. άρχισε να χρησιμοποιείται το τεχνητό μπλε ultramarine το οποίο παραμέρισε σημαντικά τη φυσική χρωστική. Η τεχνητή χρωστική εμφανίζει μικρότερους και ομοιομεγέθεις κόκκους σε σχέση με τη φυσική και δεν περιέχει τους χαρακτηριστικούς κρυστάλλους ασβεστίτη και σιδηροπυρίτη, που αποτελούν τυπική πρόσμιξη στο φυσικό προϊόν. Ο καλύτερης ποιότητας αζουρίτης προέρχεται και σήμερα από την ίδια περιοχή του Αφγανιστάν που εξαγόταν και κατά την αρχαιότητα. Το 1851 όμως ανακαλύφθηκε ένα πολύ μεγάλο κοίτασμα αζουρίτη κοντά στη λίμνη Βαϊκάλη, το οποίο τροφοδοτεί επίσης την παγκόσμια αγορά.
Burgio, L., Melessanaki, K., Doulgeridis, M., Clark, R.J.H. and Anglos, D., 2001. Pigment identification in paintings employing laser induced breakdown spectroscopy and Raman microscopy. Spectrochimica Acta: Part B 56, 905-913.
Thompson, D.L., 1998. Οι τεχνικές και τα υλικά της μεσαιωνικής ζωγραφικής. Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου